- ἀντιβάκχειος
- ἀντι-βάκχειος (sc. πούς), ὁ, the foot - - ?ἀντιβάκχειοςX, Diom.1.513 K., al.: —also [suff] ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιβάκχειος — ἀντιβάκχειος, ο (Α) μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος ( υ) … Dictionary of Greek
ἀντιβάκχειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
антибакхий — АНТИБА´КХИЙ (греч. ἀντιβάκχειος противоположный бакхию) античная пятидольная (пятиморная) стопа о трех слогах: ⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣; имеет другое название палимбакхий (от греч. πάλιν обратно, против) … Поэтический словарь
antibaquio — (Del lat. antibacchius < gr. antibakeios.) ► sustantivo masculino POESÍA Pie formado por dos sílabas largas seguidas de una breve, en la poesía griega y latina. TAMBIÉN antibáquico * * * antibaquio (del lat. «antibacchĭus», del gr.… … Enciclopedia Universal
επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… … Dictionary of Greek
antibaquio — (Del lat. antibacchĭus, y este del gr. ἀντιβάκχειος). m. En las métricas griega y latina, pie que consta, al revés que el baquio, de dos sílabas largas seguidas de una breve … Diccionario de la lengua española